-
1 топливный
επ.καύσιμος•топливный газ καύσιμο αέριο.
|| του καυσίμου, της καύσιμης ύλης•топливный склад αποθήκη καυσίμων•
топливный бак βυτίο καύσιμης ύλης.
|| της εξαγωγής ή παραγωγής καύσιμων•-ая промышленность βιομηχανία καυσίμων.
-
2 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ